- ἀμφι-κέφαλος
ἀμφι-κέφαλος, zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-κέφαλος, zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… … Dictionary of Greek