- ἀμφι-κάρηνος
ἀμφι-κάρηνος, zweiköpfig, ἀμφίσβαινα Nic. Th. 372 Al. 417.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-κάρηνος, zweiköpfig, ἀμφίσβαινα Nic. Th. 372 Al. 417.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφικάρηνος — ἀμφικάρηνος, ον (Α) με δύο κεφαλές, δικέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κάρηνος < κάρα] … Dictionary of Greek
προκάρηνος — ον, Α πεσμένος μπρούμυτα με το κεφάλι μπροστά, πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάρηνον «κεφάλι» (πρβλ. ἀμφι κάρηνος)] … Dictionary of Greek