- ἀμφι-κεάζω
ἀμφι-κεάζω, rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-κεάζω, rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφικεάζω — ἀμφικεάζω (Α) [κεάζω] σχίζω και από τις δύο πλευρές, περικόπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κεάζω «σχίζω»] … Dictionary of Greek