ἀμφι-κτύονες

ἀμφι-κτύονες

ἀμφι-κτύονες, οἱ, die Amphiktyonen, s. nom. propr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”