- ἀμφι-κρεμής
ἀμφι-κρεμής, ές, rings herabhangend, σκόπελοι Alph. 6 (IX, 90); ὤμων ἀμφ. φαρέτρη, von den Schultern herabhangend, 3 (Plan. 212); χλαμύς Procl. 5 (App. 69).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-κρεμής, ές, rings herabhangend, σκόπελοι Alph. 6 (IX, 90); ὤμων ἀμφ. φαρέτρη, von den Schultern herabhangend, 3 (Plan. 212); χλαμύς Procl. 5 (App. 69).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφικρεμής — ές αυτός που κρέμεται γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρεμής < κρεμάννυμι μεταγενέστερο ένσιγμο β συνθετ. με παθητική σημασία] … Dictionary of Greek