- ἀμφι-χρίω
ἀμφι-χρίω, ringsum salben, Hom. Od. 6, 219 ἀμφὶ δ' ἐλαίῳ χρίσομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-χρίω, ringsum salben, Hom. Od. 6, 219 ἀμφὶ δ' ἐλαίῳ χρίσομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιχρίομαι — ἀμφιχρίομαι (Α) αλείφομαι ολόγυρα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χρίω] … Dictionary of Greek
αμφιπαλύνω — ἀμφιπαλύνω (Α) πασπαλίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + παλύνω «πασπαλίζω, χρίω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek