- ἀμφι-φανής
ἀμφι-φανής, ές, ringsum sichtbar, bekannt, Eur. Andr. 835; ἄστρα, = ἀμφιφαής, Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-φανής, ές, ringsum sichtbar, bekannt, Eur. Andr. 835; ἄστρα, = ἀμφιφαής, Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιφανής — ες (Α ἀμφιφανής) 1. αρχ. ο ορατός από παντού και από όλους, γνωστός σε όλους, περιφανής 2. (Αστρον.). Αμφιφανείς αστέρες λέγονται οι αστέρες που ανατέλλουν και δύουν, σε αντίθεση με τους αειφανείς* που δεν δύουν ποτέ και τους αφανείς* ή… … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek