- περιποτάμιος
περιποτάμιος, rings um den Fluß wohnend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιποτάμιος, rings um den Fluß wohnend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιποτάμιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποτάμιος (< ποταμός)] … Dictionary of Greek