ἀμφι-τίθημι

ἀμφι-τίθημι

ἀμφι-τίθημι (s. τίϑημι), umlegen, von Kleidern u. dgl., act. einem Anderen, med. sich selbst, Od. 21, 431 ἀμφέϑετο ξίφος; Iliad. 10, 149 ἀμφ' ὤμοισι σάκος ϑέτο; passiv. κυνέη ἀμφιτεϑεῖσα Il. 10, 271; ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔϑηκεν 10, 261; χιτῶνα ϑῆκ' ἀμφὶ στήϑεσσι Od. 16, 174; 13, 431 αμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ ϑῆκε γέροντος; Eur. öfter, κόσμον χροΐ Med. 787; στέφανόν τινι, den Kranz aufsetzen, Ion 1433; πέπλοις κάρα, das Haupt mit Schleiern umhüllen, Hec. 432; πέδας τοῖς ἀδίκοις, Fesseln anlegen, Solon bei Dem. 19, 255; δέρμα ἀμφεϑέμην μελέεσσιν Theocr. 25, 278; στέφανον ἀμφέϑετο, sich aufsetzen, epigr. Plut. de Her. mal. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • αμφίθετος — ἀμφίθετος, ον (Α) (για φιάλη) 1. αυτή που λόγω σχήματος μπορεί να στέκεται και στην επάνω και την κάτω βάση της 2. αυτή που έχει λαβές και στις δύο πλευρές της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θετός < τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”