- ἀμφι-τειχής
ἀμφι-τειχής, ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-τειχής, ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευτειχής — εὐτειχής, ές και ἐϋτειχής, ές (Α) εὐτείχεος* (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι τειχής, επτα τειχής] … Dictionary of Greek
λινοτειχής — λινοτειχής, ές (Α) αυτός που έχει λινά τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι τειχής, χαλκο τειχής] … Dictionary of Greek
μελαντειχής — μελαντειχής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῡν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι τειχής, χαλκο τειχής] … Dictionary of Greek
αμφιτειχής — ἀμφιτειχής, ές (Α) αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τειχὴς < τεῖχος] … Dictionary of Greek