- ἀμφι-τιττυβίζω
ἀμφι-τιττυβίζω, umzwitschern, Ar. Av. 236.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-τιττυβίζω, umzwitschern, Ar. Av. 236.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιτιττυβίζω — ἀμφιτιττυβίζω (Α) (για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τιττυβίζω*] … Dictionary of Greek
τιό τιό — Α μίμηση τής φωνής τών πτηνών, τσίου τσίου («βῶλον ἀμφὶ τιττυβίζεθ ὧδε λεπτὸν ἁδομένᾳ φωνᾷ τιὸ τιὸ τιό», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. τιττυβίζω)] … Dictionary of Greek