- ἀμφι-ταράσσω
ἀμφι-ταράσσω, ringsum beunruhigen, pass., Simon. frg. 125 bei Plut. de exil. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-ταράσσω, ringsum beunruhigen, pass., Simon. frg. 125 bei Plut. de exil. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιταράσσομαι — ἀμφιταράσσομαι (Α) ταράσσομαι από παντού, συνταράζομαι (για τη θάλασσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ταράσσω] … Dictionary of Greek