- ἀμφι-τρής
ἀμφι-τρής, ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-τρής, ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτρής — ἡμιτρής ῆτος, ὁ (Μ) ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τρης (< θ. τρη τού τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ τρη μαι), πρβλ. αμφι τρής] … Dictionary of Greek
αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… … Dictionary of Greek