- περι-πορφύρω
περι-πορφύρω, das verstärkte πορφύρω, Maneth. 5, 24, vom Meere.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πορφύρω, das verstärkte πορφύρω, Maneth. 5, 24, vom Meere.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπορφύρει — περιπορφύ̱ρει , περί πορφύρω heaves aor subj act 3rd sg (epic) περιπορφύ̱ρει , περί πορφύρω heaves pres ind mp 2nd sg περιπορφύ̱ρει , περί πορφύρω heaves pres ind act 3rd sg περί πορφυρέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) περί πορφυρέω imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπορφύρω — Α (επιτετ. τ. τού πορφύρω) (για τη θάλασσα) είμαι τρικυμιώδης, ταράζομαι υπόκωφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πορφύρω «τρικυμιώ, ταράσσομαι»] … Dictionary of Greek
περιπορφύροντος — περιπορφύ̱ροντος , περί πορφύρω heaves pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CENCHRI — Graece Κέγχροι, et in vestibus et in vasis, positi occurrunt. In vestibus rotundi sunt clavi et macularum formae orbiculares, quibus vestes intertexi atque distingui mos. Athenaeus, l. 12. Ι῎δοι δ᾿ ἄν τις, φηςὶ καὶ τὰς καλουμένας ἀκταίας, ὅπερ… … Hofmann J. Lexicon universale
φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… … Dictionary of Greek