- ἀμφι-τρύω
ἀμφι-τρύω, wovon ἀμφιτετρυμμένα τύμματα Qu. Sm. 4, 396 abgeleitet wird, was dann -τετρυμένα lauten müßte, etwa: die rings geschlagenen, vielleicht. τετυμμένα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-τρύω, wovon ἀμφιτετρυμμένα τύμματα Qu. Sm. 4, 396 abgeleitet wird, was dann -τετρυμένα lauten müßte, etwa: die rings geschlagenen, vielleicht. τετυμμένα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιτρύωνας — ( ων, ωνος), ο αυτός που παραθέτει σε φίλους πλούσιο γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ όνομα Ἀμφιτρύων (< Ἀμφι* + τρύω*). Η λ. φαίνεται να πήρε τη σημασία της από την κωμωδία «Αμφιτρύων» τού Μολιέρου, όπου ο ομώνυμος ήρωας, άνθρωπος πλούσιος και… … Dictionary of Greek
ἀμφιτρύων — ἀμφιτρύ̱ων , ἀμφί τρύω Erster Bericht pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek