- ἀμφι-στρεφής
ἀμφι-στρεφής, umwunden, in einander verwickelt, Hom. einmal, Iliad. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, v. l. ἀμφιστεφέες, Aristarch schrieb mit ρ, s. Scholl. Didym. u. vgl. Apoll. lex. 26, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-στρεφής, umwunden, in einander verwickelt, Hom. einmal, Iliad. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, v. l. ἀμφιστεφέες, Aristarch schrieb mit ρ, s. Scholl. Didym. u. vgl. Apoll. lex. 26, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εϋστρεφής — ἐϋστρεφής, ές (Α) 1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.) 2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής, επι στρεφής] … Dictionary of Greek
στρέφος — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά τού αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. *στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε στρεφής (πρβλ. ἀμφι… … Dictionary of Greek
ταχυστρεφής — ές, Μ αυτός που στρέφεται εύκολα, εύστροφος («καλὸν δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ γλῶσσα γοργὴ καὶ ταχυστρεφής», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + στρεφής (< στρέφομαι μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *στρεφής), πρβλ. ἀμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
πολυστρεφής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές στροφές, πολλές καμπές («πολυστρεφής ποταμός», επιγρ.) 2. πολύ συνεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
ταπεινοστρεφής — ές, Μ (για αστέρα) αυτός που περιστρέφεται διαγράφοντας χαμηλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + στρεφής (πιθ. < αμάρτυρο *στρέφος < στρέφω), πρβλ. ἀμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
αμφιστρεφής — ἀμφιστρεφής, ές (Α) αυτός που στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα τρία κεφάλια τού δράκοντα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στρεφὴς < *στρέφος < στρέφω] … Dictionary of Greek