- ἀμφι-πάτορες
ἀμφι-πάτορες, Stiefgeschwister, die eine Mutter und verschiedene Väter haben, vgl. ἀμφιμήτωρ, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-πάτορες, Stiefgeschwister, die eine Mutter und verschiedene Väter haben, vgl. ἀμφιμήτωρ, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιπάτορες — ἀμφιπάτορες, οι (Α) κατά το Λεξικό Σούδα, αδέλφια ομομήτρια από διαφορετικούς πατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πάτορες < πατήρ] … Dictionary of Greek