ἀμφι-πλήξ

ἀμφι-πλήξ

ἀμφι-πλήξ, ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, φάσγανον Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπλήξ — θεοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, τὸ (AM) ο θεόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι πλήξ, κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοπλήξ — θυρσοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο θεόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι πλήξ, κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • καταπλήξ — καταπλήξ, ήγος, ὁ, ἡ (AM) μσν. χτυπημένος αρχ. 1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος 2. υπερβολικά ντροπαλός 3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος 4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”