- ἀμφι-πλεκής
ἀμφι-πλεκής, ές, umschlingend, τινί, Orph. Arg. 605.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-πλεκής, ές, umschlingend, τινί, Orph. Arg. 605.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοπλεκής — ὁμοπλεκής, ές (ΑΜ) αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. αμφι πλεκής] … Dictionary of Greek
συμπλεκής — ές, ΜΑ μπλεγμένος, μπερδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι πλεκής] … Dictionary of Greek