- ἀμφι-ποτάομαι
ἀμφι-ποτάομαι, umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-ποτάομαι, umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιποτάομαι — ἀμφιποτάομαι (Α) (για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ποτάομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek