ἀμφι-πιάζω

ἀμφι-πιάζω

ἀμφι-πιάζω, dor. für -πιέζω, zusammendrücken, Theocr. Ep. 6 (IX, 432) ἀμφεπίαξε.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιπιάζω — ἀμφιπιάζω (Α) συνθλίβω, πιέζω, σφίγγω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πιάζω, δωρ. τ. τού πιέζω] …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”