- ἀμφράσσαιτο
ἀμφράσσαιτο, Od. 19, 391, s. ἀναφράζομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφράσσαιτο, Od. 19, 391, s. ἀναφράζομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφράσσαιτο — ἀνά φράζω point out aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)