- ὀξυ-ήκοος
ὀξυ-ήκοος, scharf, sein hörend; αἴσϑησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-ήκοος, scharf, sein hörend; αἴσϑησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυήκοος — ον, Α 1. αυτός που ακούει πολλά 2. (κατ επέκτ.) αυτός που, ακούοντας, μαθαίνει πολλά («πολυήκοοι ἐν ταῖς ἀναγνώσεσιν καὶ πολυμαθεῖς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βαρυ ήκοος, οξυ ήκοος)] … Dictionary of Greek
οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πανήκοος — ον, Μ αυτός που ακούει όλα όσα λέγονται, αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
παντήκοος — ον, Α αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek