- ὀξυ-έθειρος
ὀξυ-έθειρος, mit scharfem, spitzigem Haare, Nonn., der auch die Form ὀξυέϑειρες gebildet hat, D. 14, 368. 22, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-έθειρος, mit scharfem, spitzigem Haare, Nonn., der auch die Form ὀξυέϑειρες gebildet hat, D. 14, 368. 22, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυέθειρ — ὀξυέθειρ ὁ, ἡ, και ὀξυέθειρος, ον (Α) ως επίθ. 1. (για τον εχίνο) αυτός που έχει οξείες, αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (και κατ επέκτ. για αγκάθια) αιχμηρός, μυτερός («ὀξυέθειρας ἀκάνθας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + έθειρος (< ἔθειραι… … Dictionary of Greek
χρυσοέθειρος — και χρυσοέθειρ, ειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και χρυσοέθειρα, Α χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έθειρος / έθειρ (< ἔθειραι «χαίτη, κόμη, μαλλιά»), πρβλ. ὀρθο έθειρος, ὀξυ έθειρ] … Dictionary of Greek