- περι-παιφάσσω
περι-παιφάσσω, sehr wild umherblicken, Qu. Sm. 13, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-παιφάσσω, sehr wild umherblicken, Qu. Sm. 13, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπαιφάσσω — Α ρίχνω άγρια βλέμματα τριγύρω («παρδάλιες λιμῷ περιπαιφάσσοντες», Κόιντ). [ΕΤΥΜΟΛ. <περι * + παιφάσσω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek