- ὀξυ-λιπὴς
ὀξυ-λιπὴς ἄρτος, ὁ, ein mit Essig u. Fett bereitetes Brot, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-λιπὴς ἄρτος, ὁ, ein mit Essig u. Fett bereitetes Brot, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευλιπής — εὐλιπής, ές (ΑΜ) 1. πολύ λιπαρός («εὐλιπῆ στελγίσματα», Λυκόφρ.) 2. ο πλούσιος σε ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιπής (< λίπος), πρβλ. α λιπής, οξυ λιπής] … Dictionary of Greek
οξυλιπής — ὀξυλιπής, ὁ (Α) φρ. «ὀξυλιπὴς ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος με ξίδι και λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. ναρδο λιπής] … Dictionary of Greek