ὀξυ-βλέπτης

ὀξυ-βλέπτης

ὀξυ-βλέπτης, , der scharf Sehende (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρανοβλέπτης — οὐρανοβλέπτης, ὁ (Α) αυτός που κοιτάζει προς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + βλέπτης (< βλέπω), πρβλ. οξυ βλέπτης] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοβλέπτης — ὁ, Μ αυτός που αποβλέπει μόνο στην σάρκα, στις υλικές και σωματικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βλέπτης (< βλέπω + κατάλ. της), πρβλ. οξυ βλέπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”