- ὀξυ-μαθής
ὀξυ-μαθής, ές, schnell lernend, begreifend, ὁ ὀξέως μανϑάνων τὸ λεγόμενον, B. A. 56; Arist. eth. 8, 13 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-μαθής, ές, schnell lernend, begreifend, ὁ ὀξέως μανϑάνων τὸ λεγόμενον, B. A. 56; Arist. eth. 8, 13 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυμαθής — ὀξυμαθής, ές (Α) αυτός που έχει την ικανότητα να μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. ολιγο μαθής] … Dictionary of Greek