- ὀξυ-δορκία
ὀξυ-δορκία, ἡ, = ὀξυδερκία, Luc. Macrob. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-δορκία, ἡ, = ὀξυδερκία, Luc. Macrob. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδορκία — ἡ, Μ το να βλέπει κανείς τα πάντα, το να είναι πανόπτης, παντεπόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν* + δορκία (< δέρκομαι «βλέπω» πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξυ δορκία] … Dictionary of Greek