ὀξυ-δερκής

ὀξυ-δερκής

ὀξυ-δερκής, ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευδερκής — εὐδερκής, ές (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά 2. αυτός που έχει λαμπρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω») πρβλ. γλυκυ δερκής, οξυ δερκής)] …   Dictionary of Greek

  • ιοδερκής — ἰοδερκής, ές (Α) αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ δερκής, παν δερκής] …   Dictionary of Greek

  • λιθοδερκής — λιθοδερκής, ές (Α) αυτός που απολιθώνει με το βλέμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. ιο δερκής, οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • ιμεροδερκής — ἱμεροδερκής, ές (Α) αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοδερκής — μεσοδερκής, ές (Α) αυτός ο οποίος βλέπει προς το μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοδερκής — ξανθοδερκής, ές (Α) (για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμα («ξανθοδερκής δράκων», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • οβριμοδερκής — ὀβριμοδερκής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή τής οποίας το βλέμμα είναι σκληρό και αδυσώπητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… …   Dictionary of Greek

  • πανδερκής — ές, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει από όλες τις πλευρές 2. αυτός που βλέπει τους πάντες ή τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • παντοδερκής — ές, Μ αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • πολυδερκής — ές, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά 2. αυτός που βλέπει πολλά 3. (κατ άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερκής (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”