- ὀξυ-μελής
ὀξυ-μελής, ές, scharf, hell, hoch singend, alte v. l. für ὀξὺ μέλος, Ar. Av. 1095.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-μελής, ές, scharf, hell, hoch singend, alte v. l. für ὀξὺ μέλος, Ar. Av. 1095.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιμελής — καλλιμελής, ές (Μ) μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. οξυ μελής, παμ μελής] … Dictionary of Greek
οξυμελής — ὀξυμελής, ές (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek