ὀξυ-κέλευθος

ὀξυ-κέλευθος

ὀξυ-κέλευθος, schnell reisend, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξυκέλευθος — ὀξυκέλευθος, ον (Α) αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομο κέλευθος)] …   Dictionary of Greek

  • οπισθοκέλευθος — ὀπισθοκέλευθος, ον (Α) αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας πίσω του, ακόλουθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. οξυ κέλευθος)] …   Dictionary of Greek

  • ωκυκέλευθος — ον, Α αυτός που συμπληρώνει το ταξίδι τής ζωής γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. ὀξυ κέλευθος)] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”