ὀξυ-γλυκύς

ὀξυ-γλυκύς

ὀξυ-γλυκύς, εῖα, ύ, sauersüß, ὀξυγλυκεῖαν τἄρα χοκκιεῖς ῥοάν, Aesch. frg. 329.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξύγλυκυς — ὀξύγλυκυς, γλύκεια, υ, θηλ. και υς (Α) 1. ξινός και γλυκός ταυτόχρονα, ξινόγλυκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύγλυκυ ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκύς] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”