- ὀξυ-γράφος
ὀξυ-γράφος, schnell schreibend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-γράφος, schnell schreibend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυγράφος — ὀξυγράφος, ον (Α) αυτός που γράφει γρήγορα, ταχυγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γράφος*] … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek