- ὀξυ-όδους
ὀξυ-όδους, οντος, scharf-, spitzzähnig, Nonn. D. 40, 484; B. A. 442, Erkl. von ἀργιόδους, wie Tzetz. in Lycophr. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-όδους, οντος, scharf-, spitzzähnig, Nonn. D. 40, 484; B. A. 442, Erkl. von ἀργιόδους, wie Tzetz. in Lycophr. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχυόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + όδους (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. οξυ όδους, πολυ όδους] … Dictionary of Greek
χαλκόδους — οντος, ὁ, Α χαλκώδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ὀδούς (πρβλ. ὀξυ όδους, χρυσε όδους)] … Dictionary of Greek
οξυόδους — ὀξυόδους, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει αιχμηρά, κοφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. πυκν όδους)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χρυσά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. ὀξυ όδους)] … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek