- ὀξυ-ωπής
ὀξυ-ωπής, ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-ωπής, ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυωπής — ὀξυωπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.) 2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα με… … Dictionary of Greek
πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… … Dictionary of Greek