- ὀξυ-ωπία
ὀξυ-ωπία, ἡ, Scharfsichtigkeit, Arist. probl. 4, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-ωπία, ἡ, Scharfsichtigkeit, Arist. probl. 4, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek