ὀξυ-ωπός

ὀξυ-ωπός

ὀξυ-ωπός, = ὀξυωπής, Arist. H. A. 9, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξυωπός — ὀξυωπός, όν (Α) οξυωπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ωπός*] …   Dictionary of Greek

  • ιλλωπώ — ἰλλωπῶ, έω (Α) ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ωπῶ (< ωπος < ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αμβλυ ωπώ, οξυ ωπώ] …   Dictionary of Greek

  • παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”