- ὀνυχῖτις
ὀνυχῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίϑος, App. Mithr. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνυχῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίϑος, App. Mithr. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονυχίτης — ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α) είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (ΙΙ) + επίθημα ίτης (πρβλ. ξυλ ίτης)] … Dictionary of Greek