ὀνυχίζω

ὀνυχίζω

ὀνυχίζω, Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Uebertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ πρᾶγμα ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevortheilen, Artemid. 1, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονυχίζω — ὀνυχίζω (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (ενεργ. και μέσ.) κόβω τα νύχια 2. μτφ. α) εξετάζω κάτι με μεγάλη επιμέλεια, διερευνώ επακριβώς, εξονυχίζω β) μέσ. απατώ, εξαπατώ 3. φρ. «ὀνυχίζω ὄνυχας» (για ζώο) έχω την οπλή διαιρεμένη, δηλ. σχισμένη 4. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • διονυχίζω — [ονυχίζω] εξετάζω, ελέγχω εξονυχιστικά, διερευνώ με κάθε λεπτομέρεια …   Dictionary of Greek

  • ἐξωνυχισμένα — ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξωνυχισμένᾱ , ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξωνυχισμένᾱ , ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνονυχίζει — ἐν ὀνυχίζω pare the nails. pres ind mp 2nd sg ἐν ὀνυχίζω pare the nails. pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωνυχισμένων — ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp fem gen pl ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονυχίζω — ἀπονυχίζω (Α) [ονυχίζω] 1. κόβω τα νύχια 2. περικόπτω 3. εξετάζω εξονυχιστικά …   Dictionary of Greek

  • εξονυχίζω — (AM ἐξονυχίζω) εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ νεοελλ. (για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα αρχ. αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)] …   Dictionary of Greek

  • νύχισμα — νύχισμα, τὸ (Μ) γρατσουνιά από νύχι, νυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νυχίζω < αρχ. ὀνυχίζω] …   Dictionary of Greek

  • ονυχισμός — ὀνυχισμός, ὁ (Α) [ονυχίζω] το κόψιμο τών νυχιών …   Dictionary of Greek

  • ονυχιστήρ — ὀνυχιστήρ, ὁ (Α) (σχετικά με ζώο) χηλή, οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. καθαρισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ονυχιστήριο — το (Α ὀνυχιστήριον και ὀνυστήριον) μικρό μαχαίρι ή ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών οπλών τών οπληφόρων κατοικίδιων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”