- ἀμυχηδόν
ἀμυχηδόν,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμυχηδόν,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμυχηδόν — ἀμυχηδὸν επίρρ. (Α) [ἀμυχή] ακροθιγώς, ελαφρά, επιπόλαια … Dictionary of Greek
ἀμυχηδόν — slightly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… … Dictionary of Greek