- ὀνυχιμαῖος
ὀνυχιμαῖος, von der Größe der Nägelabschnitzel, in kleinen Stückchen, VLL.; vgl. Lob. Phryn. 559.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνυχιμαῖος, von der Größe der Nägelabschnitzel, in kleinen Stückchen, VLL.; vgl. Lob. Phryn. 559.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονυχιμαίος — ὀνυχιμαῑος, α, ον (ΑΜ) αυτός που αποτελείται από ελάχιστα μέρη, από τμήματα μικρού μεγέθους, μικροσκοπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (Ι) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαίος), πιθ. μέσω αμάρτυρου *ονύχιμος] … Dictionary of Greek