- ὀνυχιστήριον
ὀνυχιστήριον, τό, sc. μαχαίριον, Messer oder Scheere zum Abschneiden der Nägel, Posidipp. com. bei Poll. 10, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνυχιστήριον, τό, sc. μαχαίριον, Messer oder Scheere zum Abschneiden der Nägel, Posidipp. com. bei Poll. 10, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνυχιστήρια — ὀνυχιστήριον nail knife neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονυχιστήριο — το (Α ὀνυχιστήριον και ὀνυστήριον) μικρό μαχαίρι ή ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών οπλών τών οπληφόρων κατοικίδιων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek