- ὀξυ-φλεγμασία
ὀξυ-φλεγμασία, ἡ, Schärfe des Schleimes im Körper, Entzündung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-φλεγμασία, ἡ, Schärfe des Schleimes im Körper, Entzündung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυφλεγμασία — η (Α ὀξυφλεγμασία, ιων. τ. ίη) οξεία και έντονη φλεγμονή, αλλ. οξυφλόγωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φλεγμασία «φλεγμονή»] … Dictionary of Greek