- ἀνυτικός
ἀνυτικός, = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνυτικός, = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανυτικός — ἀνυτικός, ή, όν (Α) 1. ανυστικός* 2. ορμητικός, ταχύς … Dictionary of Greek
ἀνυτικώτερον — ἀνυτικός effective adverbial comp ἀνυτικός effective masc acc comp sg ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικόν — ἀνυτικός effective masc acc sg ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικώτατα — ἀνυτικός effective adverbial superl ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικώτατον — ἀνυτικός effective masc acc superl sg ἀνυτικός effective neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικούς — ἀνυτικός effective masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικωτάτην — ἀνυτικός effective fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικωτάτους — ἀνυτικός effective masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτική — ἀνυτικός effective fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικῶς — ἀνυτικός effective adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυτικώτερος — ἀνυτικός effective masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)