- ὀξυ-τόκος
ὀξυ-τόκος, schnell gebärend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-τόκος, schnell gebärend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυτόκος — η γυναίκα ή θηλυκό ζώου που γεννά γρήγορα και εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τόκος (< τόκος), πρβλ. αρρενο τόκος] … Dictionary of Greek
οξυτοκίνη — η (βιοχ.) ορμόνη που παράγεται από τον οπίσθιο λοβό τής υπόφυσης και έχει την ιδιότητα να διεγείρει τις συσπάσεις τής μήτρας κατά τον τοκετό, να ελέγχει την αιμορραγία που ακολουθεί καθώς και την έναρξη και συνέχιση τής έκκρισης γάλακτος από τους … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
οξυτόκιον — ὀξυτόκιον, τὸ (Α) φάρμακο που επιταχύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τόκιον (< τόκος), πρβλ. ωκυ τόκιον] … Dictionary of Greek