- ὀξυ-τόρος
ὀξυ-τόρος, spitz, leicht durchbohrend, durchdringend, ἧλος, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-τόρος, spitz, leicht durchbohrend, durchdringend, ἧλος, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυτόρος — ὀξυτόρος, ον (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός 2. οξύληκτος («ὀξυτόρος ἧλος», Νόνν.) 3. αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα ή αιχμηρά αγκάθια («πίτυς ὀξυτόρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τορός «διαπεραστικός»] … Dictionary of Greek