ὀξυ-ρεπής

ὀξυ-ρεπής

ὀξυ-ρεπής, ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαμαιρεπής — και χαμαιρρεπής, ές, Α χαμαίζηλος, χαμαιπαγής*. επίρρ... χαμαιρεπῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι ρρεπής, ὀξυ ρεπής] …   Dictionary of Greek

  • οξυρεπής — ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, ές (Α) 1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». επίρρ... ὀξυρρεπῶς (Α) με οξυρεπή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”