ἀν-υπέρ-βλητος

ἀν-υπέρ-βλητος

ἀν-υπέρ-βλητος, unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευυπέρβλητος — εὐυπέρβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα κανείς υπερβαίνει, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεπεράσει εύκολα («τὸ γὰρ τοιοῡτον οὐκ εὐυπέρβλητον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπερ βλητος (< υπερ βάλλω), πρβλ. αν υπέρ βλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”