- ὀξυ-πέπερι
ὀξυ-πέπερι, τό, Essigpfeffer, Xenocrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-πέπερι, τό, Essigpfeffer, Xenocrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυπέπερι — ὀξυπέπερι, εως, τὸ (Α) μίγμα από ξίδι και πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πέπερι «πιπέρι»] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek